αἱρέετο

αἱρέετο
αἱρέω
take with the hand
imperf ind mp 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκρίνω — ΝΜΑ 1. εκλέγω κατά προτίμηση, επιλέγω μεταξύ πολλών («ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων αἱρέετο φίλους», Ηρόδ.) 2. κρίνω εκ τών προτέρων, προαποφασίζω νεοελλ. αναδεικνύω προκαταρκτικά, πριν από την οριστική κρίση («προκρίθηκαν πέντε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”